- ενθουσιαστικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά που προκαλεί ενθουσιασμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐνθουσιαστικός — inspired masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενθουσιαστικός — ή, ό (AM ἐνθουσιαστικός, ή, όν) αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική… … Dictionary of Greek
ἐνθουσιαστικά — ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc pl ἐνθουσιαστικά̱ , ἐνθουσιαστικός inspired fem nom/voc/acc dual ἐνθουσιαστικά̱ , ἐνθουσιαστικός inspired fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικώτερον — ἐνθουσιαστικός inspired adverbial comp ἐνθουσιαστικός inspired masc acc comp sg ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικῶν — ἐνθουσιαστικός inspired fem gen pl ἐνθουσιαστικός inspired masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικόν — ἐνθουσιαστικός inspired masc acc sg ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικώτατα — ἐνθουσιαστικός inspired adverbial superl ἐνθουσιαστικός inspired neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικαῖς — ἐνθουσιαστικός inspired fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικοῖς — ἐνθουσιαστικός inspired masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαστικοί — ἐνθουσιαστικός inspired masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)